- ελιάσθη
- ἐλιάσθηλιάζομαιbend: aor ind mp 3rd sg (epic )λιάζωaor ind pass 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐλιάσθη — λιάζομαι bend aor ind mp 3rd sg (epic) λιάζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… … Dictionary of Greek